- ἐκράτησα
- κρατέωto be strongaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατίζω — (Μ κρατίζω) 1. κρατώ 2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ νεοελλ. παρακρατώ μσν. 1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι 2. μέσ. κρατίζομαι κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το… … Dictionary of Greek
'κράτησα — ἀ̱κράτησα , ἀκρατέω to be aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκράτησα , ἀκρατέω to be aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐκράτησα , κρατέω to be strong aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)